- άντζα
- η(λ. ιταλ.), η κνήμη, γάμπα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άντζα — η (Μ ἄντζα) 1. η λακκούβα κάτω από το γόνατο, και επεκτ. η κνήμη 2. ο μηρός 3. το σκέλος 4. ο ταρσός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας παρά το πλήθος των προτεινόμενων ετυμολογικών ερμηνειών. Πιθανώς < ουσ. αντζί < αντίον «εργαλείο… … Dictionary of Greek
μπροστάντζα — η χρηματική προκαταβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπροστά + κατάλ. άντζα (< βεν. κατάλ. anza), πρβλ. μαστορ άντζα, σιγουρ άντζα] … Dictionary of Greek
σοφεράντζα — η, Ν έμπειρος και επιδέξιος οδηγός αυτοκινήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφέρ + κατάλ. άντζα (πρβλ. μπροστ άντζα, προστυχ άντζα)] … Dictionary of Greek
Μπενίν — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α με τη Νιγηρία, στα Β με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με την Μπουρκίνα Φάσο και στα Δ με το Τόγκο. Βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας.Γαλλική αποικία έως το 1960, ανέκτησε την ανεξαρτησία της με την ονομασία… … Dictionary of Greek
μαστοράντζα — η 1. οι τεχνίτες ή οι μάστοροι τους οποίους χρησιμοποιεί κάποιος («αναβάλλω το βάψιμο τού σπιτιού επειδή σκέφτομαι τη μαστοράντζα που θα μαζευτεί») 2. το σύνολο τών τεχνιτών, η τάξη τών μαστόρων («το σαββατόβραδο διασκεδάζει η μαστοράντζα»).… … Dictionary of Greek
προστυχάντζα — η, Ν 1. πρόστυχος άνθρωπος 2. πρόστυχο, κακής ποιότητας εμπόρευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόστυχος + κατάλ. άντζα (< ιταλ. κατάλ. anza), πρβλ. μπροστ άντζα] … Dictionary of Greek
αντζάτος — η, ο [άντζα] 1. αυτός που έχει παχιές ή γερές κνήμες 2. ο δυνατός, ο ισχυρός … Dictionary of Greek
κακαράντζα — η αποπάτημα αιγοπροβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. cacare «αφοδεύω» + κατάλ. άντζα] … Dictionary of Greek
καλικάντζαρος — και καλλικάντζαρος και καλιτσάγγαρος και καρκάντζαρος και καρτσάγγαρος, ο (λαογρ.) δαιμόνιο, κακό πνεύμα που σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία εμφανίζεται κατά το δωδεκαήμερο, δηλ. κατά το χρονικό διάστημα από τα Χριστούγεννα ώς τα Θεοφάνεια και… … Dictionary of Greek